- εξαεδρικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στο εξάεδρο ή έχει σχήμα εξαέδρου.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξάεδρο(ν). Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Κωνστ. Μητσόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξαεδρικός — ή, ό που αναφέρεται στο εξάεδρο (βλ. λ.), που έχει σχήμα εξάεδρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)